- εἱλίσσουσαι
- ἑλίσσωAcut. (Sp.)pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)εἱλίσσωpres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἱλίσσουσ' — εἱλίσσουσα , ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) εἱλίσσουσι , ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) εἱλίσσουσι , ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres ind act 3rd pl (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίχορος — καλλίχορος, ον (Α) 1. (για πόλεις) αυτός που έχει ωραίους τόπους για χορό («παρὰ καλλίχορον ναίοισι πόλιν», Πίνδ.) 2. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ωραίους χορούς («τρόπον τὸν καλλιχορώτατον παίζοντες», Αριστοφ.) 3. (για τον Απόλλωνα) ο καλός… … Dictionary of Greek